- δυσμενέεσι
- δυσμενήςhostilemasc/fem/neut dat pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιπροβάλλω — Α προβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ κάτι μπροστά και γύρω από κάποιον («δυσμενέεσι διπλᾱ περιπροβαλόντες ἀνάρσια τείχεα πέτρης», Οππ.) … Dictionary of Greek